- κελαινῶπις
- κελαινώπαςblack-facedfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελαινώπας — κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. μτφ. φοβερός, άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ ώπας / γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek